- εξυγιαντικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που γίνεται για εξυγίανση, που συντελεί σ' αυτή: Εξυγιαντικά μέτρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξυγιαντικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή συμβάλλει στην εξυγίανση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek